- αναθυμίζω
- -ισα, μτβ., υπενθυμίζω: Μου αναθύμισε πως αύριο το πρωί πρέπει να πάμε στο συμβολαιογράφο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αναθυμίζω — και μσν. νεοελλ. –θυμώ μεσ. αναθυμίζομαι και θυμάμαι και θυμούμαι ή θυμιέμαι 1. υπενθυμίζω, θυμίζω κάτι σε κάποιον 2. (ιδίως το μέσο), φέρνω στη μνήμη μου, θυμάμαι, αναπολώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + θυμίζω. ΠΑΡ. νεοελλ. αναθύμισμα, αναθυμιστικός] … Dictionary of Greek
αναθυμώ — ἀναθυμῶ ( έω) (Μ) βλ. αναθυμίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνεθύμισα, αόρ. τού ρ. ἀναθυμίζω, που συνέπιπτε με τον αόρ. ησα ρημάτων σε ῶ (πρβλ. ἐπεθύμησα ἐπιθυμῶ)] … Dictionary of Greek
αναθυμούμαι — ( έομαι) βλ. αναθυμίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + θυμούμαι] … Dictionary of Greek
αναθύμισμα — το [αναθυμίζω] αναπόληση, ανάμνηση … Dictionary of Greek